- ὀλοόφρων
- ὀλοόφρωνmeaning mischiefmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… … Dictionary of Greek
ὀλοόφρονα — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοόφρονας — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοόφρονος — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТЛАС — I. • Atlas, Άτλας, т. е. Adtla, «снежные горы», значительные горы Африки вдоль западной части северного берега Мавритании. Геродот в одном месте (4, 184) определяет положение их на юго запад от Малой Сирты (на 20 дней пути от… … Реальный словарь классических древностей
АТЛАС, АТЛАНТ — •Atlas, Άτλας, (от α τλη̃ναι), "мощный носитель", титан, сын титана Япета (см. Iapetus) и Климены или Асии, брат Менойтия, Прометея и Эпиметея. Hesiod. theog. 507 … Реальный словарь классических древностей
ολοφρονώ — ὀλοφρονῶ, έω (Α) είμαι δόλιος, απατεώνας, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός* (ΙΙ) «ολέθριος» + φρονῶ (< φρων < φρήν, φρενός) ή < *ὀλοοφρονῶ < ὀλοόφρων, με σίγηση τού φωνήεντος ο ] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek